-
1 конденсатор
(хим., эл.) о συμπυκνωτ/ής(тепл.) о συμπυκνωτής, το ψυγείο της ατμομηχανής- служит для накопления электрической энергии - χρησιμοποιείται για συσσώρευση της ηλεκτρικής ενέργειαςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсатор
-
2 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт